τορπίλ(λ)η

τορπίλ(λ)η
και τορπίλα, η, Ν
1. (στρ.-ναυτ.) α) (παλαιότερα) κάθε είδους συσκευή προοριζόμενη να προκαλεί υποβρύχια έκρηξη (α. «σταθερές τορπίλες» β. «ρυμουλκούμενες τορπίλες»)
β) (σήμερα) αυτοπροωθούμενο υποβρύχιο σκάφος έμφορτο με εκρηκτική ύλη που εξαπολύεται εναντίον ναυτικών στόχων από σκάφη επιφανείας, υποβρύχια ή αεροσκάφη
2. ζωολ. (στον τ. τορπίλλη) γένος υποτρηματικών χονδροϊχθύων που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες
3. μτφ. δόλιο, ύπουλο πλήγμα («τού έριξε τορπίλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. torpille (< λατ. torpedo «νάρκη» < ρ. torpeo «ναρκώνω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Βλ. Γαβριηλίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τορπιλ(λ)ητής — ο, Ν ναυτ. υπαξιωματικός ή ναύτης τού πολεμικού ναυτικού ο οποίος χειρίζεται τις τορπίλες κατά τη βολή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η, μέσω ενός ρ. *τορπιλ(λ)ώ (πρβλ. πυροβολη τής). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. τορπιλληταί, μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τορπίλες («τορπιλικός μηχανισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το τορπιλ(λ)ικό (στρ. ναυτ.) πολεμικό πλοίο, μικρού κατά κανόνα εκτοπίσματος, τού οποίου κύριο όπλο είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)οβλητικός — ή, ό, Ν 1. κατάλληλος για την εκσφενδόνιση τορπιλών 2. φρ. «τορπιλοβλητικός σωλήνας» διάταξη από την οποία εκσφενδονίζονται οι τορπίλες, αλλ. τορπιλ(λ)οσωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + βλητικός (< βάλλω), πρβλ. υπο βλητικός. Η λ., στον τ.… …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)οφόρο — το, Ν (στρ. ναυτ.) παλαιότερη ονομασία τού τορπιλοβόλου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. τορπιλ(λ)οφόρος (< τορπίλ[λ]η + φόρος* < φέρω). Το επίθ. τορπιλλοφόρος μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν… …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)άκατος — η, Ν (στρ. ναυτ.) μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού διαμετρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + άκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Επιθεώρησις] …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ίζω — Ν 1. εκσφενδονίζω τορπίλη, χτυπώ με τορπίλη εχθρικό στόχο 2. μτφ. υπονομεύω, ανατρέπω, ματαιώνω κάτι με ύπουλες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η λ., στον λόγιο τ. απρμφ. τορπιλλίζειν, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ητικός — ή, ό, Ν [τορπιλ(λ)ητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορπιλητή ή στην τορπίλη …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ικό — το, Ν βλ. τορπιλ(λ)ικός …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ισμός — ο, Ν [τορπιλ(λ)ίζω] 1. (στρ. ναυτ.) επίθεση και προσβολή εχθρικού στόχου με τορπίλες είτε κατά τη διάρκεια ναυμαχίας είτε αιφνιδιαστικά («ο τορπιλισμός τής Έλλης ») 2. μτφ. υπονόμευση, ματαίωση προσπάθειας ή έργου με ύπουλες ενέργειες …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)οβόλο — το, Ν (στρ. ναυτ.) ταχύπλοο ελαφρό πολεμικό σκάφος τού οποίου κύριος εξοπλισμός είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + βόλο (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλο] …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)οειδής — ές, Ν αυτός που έχει σχήμα τορπίλης, ατρακτοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + ειδής*. Η λ., στον τ. τορπιλλοειδής, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”